θειάσαντες

θειάσαντες
θειάζω
to be inspired
aor part act masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • επελπίζω — ἐπελπίζω (Α) 1. κάνω κάποιον να ελπίζει («αὐτοὺς θειάσαντες ἐπήλπισαν ὡς λήψονται Σικελίαν» με τους χρησμούς τους τούς έκαναν να ελπίζουν ότι θα καταλάβουν τη Σικελία, Θουκ.) 2. στηρίζω κάπου τις ελπίδες μου («ἐπελπίζειν ἐπί τινι») 3. ελπίζω …   Dictionary of Greek

  • θειάζω — (Α) [θείος (Ι)] 1. είμαι εμπνευσμένος, έχω θεία έμπνευση και μαντεύω, προφητεύω («ὁπόσοι τι τότε αὐτοὺς θειάσαντες ἐπήλπισαν» και όσοι τους έκαναν να ελπίσουν με μαντείες, Θουκ.) 2. λαμβάνω θεία έμπνευση («θειάζει καὶ θεοφορεῖται» είναι θεϊκά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”